Να’ μαι λοιπον εδω και μερικους μηνες σε μια νεα χωρα για αναζητηση εργασιας οπου μιλουν μια εντελως διαφορετικη γλωσσα για μενα απο αυτες που ηδη γνωριζω, τα νορβηγικα. Τα νορβηγικα εχουν πολυ κοντινες ριζες με τα γερμανικα -που δε γνωριζω- αλλα και με τα αγγλικα. Ειδικα η γραμματικη τους που ειναι πολυ απλη μοιαζει πολυ με την αγγλικη. Αυτο που την κανει ξεχωριστη τη γλωσσα για μενα ειναι η εκφορα του λογου. Εδω στο Οσλο και στην ευρυτερη περιοχη μιλουν τραγουδιστα σε αντιθεση με τη δυτικη Νορβηγια οπως στο Μπεργκεν που μιλουν επιπεδα. Σε καποιες περιοχες παλι το ρ που εδω στο Οσλο ειναι πολυ εντονο δηλαδη ρρρρρρρ εκει προφερεται σαν το γ των Γαλλων… Λογω ηλικιας και λογω ισως και των συνθηκων κατω απο τις οποιες ξεκινησα τη γλωσσα δε μπορω να πω οτι ακομα “πεταω”. Νιωθω λιγο “κουρασμενη” στο να μαθω μια νεα γλωσσα και πολλες φορες μου λειπει το μερακι, που ερχεται οταν υπαρχει καλη διαθεση. Παρολα αυτα, απο αυτα που ηδη ξερω μπορω να καταλαβω καπως καλυτερα τους Νορβηγους τον τροπο σκεψης τους δηλαδη. Και το παω πιο μακρια:οτι η μητρικη γλωσσα επηρεαζει τον τροπο σκεψης μας.
Π.χ. στα ελληνικα λεμε ” γεια σου! Τι κανεις?” στα νορβηγικα λεμε “hei! Hvordan går det?”η “hvordan har du det?” που σημαινουν “γεια! πως παει? η πως το εχεις?” κατι σαν τα αγγλικα δηλαδη που λενε “how is it going?” η στα γαλλικα που λενε “ca va?” ca va bien”. “Παει? παει καλα”. Αυτος ειναι ενας πολυ βασικος τροπος πρωτης επαφης με καποιον. Επισης ο τροπος που θελουν να πουν τι ωρα ειναι, ειναι αστα να πανε. Για τους Ελληνες αλλα και για ολους τους λατινικους λαους, δηλαδη Γαλλους, Ισπανους, Ιταλους που λεμε το πολυ απλο ” τι ωρα ειναι? ειναι εννια και εικοσι πεντε”, οι Νορβηγοι θα το πουνε “Klokka er fem på half ti” που σημαινει ακριβης μεταφραση το ρολοι ειναι 5 παρα μιση 10!……Μετα δηλαδη τις και τεταρτο λενε την επομενη ωρα, δηλαδη αν ειναι 3.20 θα πουν 10 παρα μιση (γιατι χρειαζομαστε 10 λεπτα να φτασουμε στις και μιση) 4!! Η 3 η ωρα εχει φυγει, παει….Οποτε καταλαβαινετε ποση ωρα μου παιρνει να σκεφτω να απαντησω τι ωρα ειναι. Η αν ειναι η ωρα τεσσερις παρα εικοσι, θα πουν “Klokka er ti over halv fem” δηλ. η ωρα ειναι 10 και μιση 5, δηλαδη εχουν περασει 10 λεπτα απο τις και μιση και παμε προς 5 η ωρα….Μαλιστα το συζητουσα αυτο με τη σπιτονοικοιρα μου και μου ελεγε ποσο ευκολη ειναι η ωρα για αυτους και της ελεγα οτι για μας τους Ελληνες και για ολους τους λατινους και ισως και για αλλες χωρες του κοσμου ειναι μια εντελως αντιθετη και πολυπλοκη λογικη. Οπως οι Γαλλοι που οταν μετρουν, οταν φτανουν στο εβδομηντα λενε soixante-dix δηλαδη 60-10 (που μας κανει εβδομηντα) η το 80 το λενε quatre-vingt (4 εικοσι, 4Χ20=80). Επισης δεν κλινουν τα ρηματα και το οριστικο αρθρο κολλαει μαζι με τη λεξη δηλαδη bordet ειναι το το τραπεζι. Το et ειναι το αρθρο και κολλουν στο τελος της λεξης bord…
H γλώσσα λοιπον διαμορφώνει τον τρόπο έκφρασης, αλλά και τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Είναι φοβερό, όταν το συνειδητοποιήσει κανείς, το πώς οι διαφορετικές γλώσσες επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης των διαφορετικών λαών. Ένα απλό παράδειγμα είναι η διάκριση των φύλων στη γλώσσα. Ενώ στα ελληνικά (τα γαλλικά, τα γερμανικά κ.α.) έχουμε την υποχρέωση να πούμε “πάω σε μία ή σε έναν φίλο”, ο Άγγλος ομιλητής αρκείται στο “I’m visiting a friend”.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι αγγλόφωνοι αδυνατούν να αντιληφθούν τις διαφορές μεταξύ άνδρα και γυναίκας και οι Έλληνες τους ξεχωρίζουν καλύτερα; Φυσικά και όχι. Απλώς, οι Άγγλοι δεν είναι “αναγκασμένοι” να σκεφτούν το φύλο των φίλων, των συναδέλφων, των γειτόνων, κάθε φορά που πρέπει να αναφερθούν σε αυτούς. Σε αντίθεση με εμάς και όσα ορίζει η ελληνική γλώσσα.
Αυτή είναι μία διαφορά. Υπάρχουν και πιο περίεργες. Οι Κινέζοι μπορούν να χρησιμοποιησουν τα ρηματα σε όλους τους χρόνους με την ίδια μορφή. Άρα, δεν χρειάζεται να σκέφτονται τον χρόνο που έγινε μία πράξη, όταν μιλούν. Μπέρδεμα για εμάς, απλό για εκείνους.
Η γλώσσα, λοιπόν, αλλάζει τα πράγματα που υποχρεωνόμαστε να σκεφτόμαστε πριν μιλήσουμε. Αλλά και το πώς βιώνουμε τις εμπειρίες μας, μία κατάσταση, τα συναισθήματα, τις αναμνήσεις και τον προσανατολισμό μας. Σε αρκετές γλώσσες, όπως τα γαλλικά και τα γερμανικά, ακόμα και τα άψυχα αντικείμενα έχουν “φύλο” γιατι δεν εχουν το ουδετερο φυλο. Στα ελληνικά, από την άλλη, έχουμε το ουδέτερο άρθρο. Ο Γάλλος όμως δεν θα πει “το μούσι”, αλλά… “η μούσι” (la barbe). Η επιρροή στον τρόπο σκέψης όσων η μητρική γλώσσα έχει αυτή την ιδιοτροπία, είναι σημαντική. Απο την αλλη παλι λεμε στα ελληνικα, πχ η καρεκλα, ο καναπες. Εχουμε ορισει οτι η καρεκλα ειναι θυλυκο και ο καναπες αρσενικο. Με ποια λογικη? Στα αγγλικα θα πουμε a sofa, a chair αλλα θα το καθορισουμε το φυλο οταν εχουμε συζητησει για τον καναπε και για να μην επαναλαμβανουμε ο καναπες κι ο καναπες θα πουμε πχ “it is big” δηλ οτι ο καναπες ειναι μεγαλος. Όλα αυτά, φυσικά, δεν σημαίνουν ότι η μητρική γλώσσα είναι “φυλακή” που μας κρατά δέσμιους σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και περιορίζει τα πράγματα που μπορούμε να μάθουμε. Αλλά καλό είναι να θυμόμαστε ότι υπάρχουν αυτές οι διαφορές, στις ενστικτώδεις αντιδράσεις, στη διαίσθηση που καλλιεργεί η γλώσσα, στη ζωή μας.
Δειτε αυτο το βίντεο της Atlantic, που αποδεικνύει ότι και εντός της ίδιας χώρας, ο τόπος καταγωγής μας, επηρεάζει και διαφοροποιεί ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο χαιρετάμε έναν άγνωστο, για πρώτη φορά.
“Σαν πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από το να προσποιούμαστε ότι όλοι σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο”. Guy Deutcher
1. Η αγάπη είναι ένα ζήτημα περίπλοκο και μπερδεμένο.
Επίσης, είναι μυστηριώδης και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ορισμένοι άνθρωποι περνούν από ένα στάδιο ελεύθερης σχέσης στην αρχή, άλλοι όχι. Είτε έτσι είτε αλλιώς, κάποτε θα συνειδητοποιήσετε ότι η αγάπη απαιτεί ισχυρή δέσμευση για να αντιμετωπίσετε τις δυσκολίες μαζί και χωριστά και ότι χρειάζεται σκληρή δουλειά.
2. Η αγάπη είναι μια ικανότητα που μπορεί να καλλιεργηθεί.
Η αγάπη δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα που λάμπει σαν νεραϊδόσκονη. Αν μπορείτε να διδαχτείτε τα μαθηματικά, μπορείτε να διδαχτείτε και την αγάπη.
3. Η έλξη έχει εξάρσεις και υφέσεις.
Η έλξη συνήθως είναι μια ευρύτερη σύνδεση: με τον εαυτό σας, μέσω του συντρόφου σας και ο ένας με τον άλλο. Με άλλα λόγια, όταν η σύνδεση διαχέεται προς όλες τις κατευθύνσεις, μπορείτε να δείτε τον σύντροφό σας με καθαρά μάτια και τότε η έλξη αποτελεί φυσικό επακόλουθο.
4. Το σεξ απαιτεί ιδιαίτερους χειρισμούς.
Αρκεί να αναφέρουμε ότι το σεξ δεν έχει καμία σχέση με τα όσα διαβάζετε στα περιοδικά. Όλα τα ζευγάρια με τα οποία έχω συνεργαστεί σε συνεδρίες θεραπείας έχουν δώσει τον αγώνα τους στον σεξουαλικό τομέα κάποια στιγμή. Τα περισσότερα ζευγάρια έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο σεξ: άλλοι έχουν χαμηλότερη σεξουαλικότητα κι άλλοι υψηλότερη και αυτό από μόνο του δημιουργεί συγκρούσεις.
5. Η αγάπη δεν είναι κάτι που παίρνετε από τον σύντροφό σας.
Στην πραγματικότητα η αγάπη είναι αυτή που εσείς δίνετε. Με άλλα λόγια, δεν είναι δουλειά του συντρόφου σας να σας κάνει να νιώσετε ζωντανοί, πλήρεις κι ερωτικοί. Αυτή είναι δουλειά δική σας και όταν μάθετε να δημιουργείτε πληρότητα μέσω του εαυτού σας, η αγάπη ρέει με φυσικό τρόπο προς τον σύντροφό σας με την προσφορά.
6. Ο ρομαντισμός δεν εκδηλώνεται μόνο με δείπνα με κεριά και τριαντάφυλλα.
Ρομαντισμός είναι κι όταν ο σύντροφός σας καθαρίζει το χιόνι από το αυτοκίνητό σας όταν έξω κάνει κρύο, όταν αφήνει σημειώματα αγάπης στην τσάντα σας, όταν έρχεται μαζί σας στις οικογενειακές σας συγκεντρώσεις παραμένοντας χαμογελαστός ή όταν σας ζητά συγγνώμη.
7. Στην πραγματική αγάπη πάντα υπάρχει φόβος.
Να θυμάστε ότι η παρουσία του φόβου σε όλες τις εκφάνσεις του συμπεριλαμβανομένων της αμφιβολίας και του άγχους, δεν σημαίνει ότι βρίσκεστε σε λάθος σχέση. Με άλλα λόγια, η αμφιβολία δεν είναι πάντα αρνητική.
8. Θα υπάρξουν στιγμές που θα θέλετε να φύγετε.
Τέτοιες στιγμές συνήθως εμφανίζονται προτού υπάρξει βαθύτερη γνώση της διαδικασίας της αγάπης.
9. Πάρτε όσο χρόνο χρειάζεστε για να μάθετε την έννοια της «προβολής».
Αυτή η έννοια στην ψυχολογία σημαίνει την τάση που έχουμε να εκτοπίζουμε τους εσωτερικούς μας δαίμονες πάνω σε κάποιον άλλο. Έτσι, όταν ανακαλύψετε τον εαυτό σας να εκνευρίζεται με τον σύντροφό σας ή να μην έλκεται ξαφνικά από αυτόν, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνετε είναι να κοιτάξετε μέσα σας και να αναρωτηθείτε μήπως κάνετε λάθος.
10. Οι σκέψεις δεν σημαίνει ότι ισχύουν στην πραγματικότητα.
Είτε πρόκειται για ανασφάλεια ή άποψη (ή κάποιο άλλο έντονο συναίσθημα), τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν να μας κατακλύσουν εύκολα. Ακριβώς όμως επειδή μια σκέψη γεμίζει το μυαλό μας ή ακόμη και το σώμα μας, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινή. Όταν μια σκέψη σας βασανίζει δώστε της την απαραίτητη σημασία, αλλά δεν είναι απαραίτητο να θεωρήσετε ότι πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός.
11. Οι φαντασιώσεις με πρώην συντρόφους δεν σημαίνει ότι κατά βάθος θέλετε να είστε με κάποιον άλλο.
Τα όνειρα είναι αλληγορικά, είναι η γλώσσα του ασυνειδήτου, πράγμα που σημαίνει ότι συχνά υποδηλώνουν την επιθυμία της ψυχής σας να ενωθεί με μη ενσωματωμένες πτυχές του εαυτού σας.
12. Δεν χρειάζεται να έχετε αντιδράσεις σε όλα τα συναισθήματά σας.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα αρνητικά συναισθήματα. Άλλα συναισθήματα, όπως αυτά που προκύπτουν μέσα στα όνειρα, δεν πρέπει πάντα να λαμβάνονται ουσιαστικά υπόψη.
13. Η γκρίνια δεν βοηθά ποτέ.
Στην πραγματικότητα, με την πάροδο του χρόνου θα διαβρώσει τη σχέση σας. Μια από τις πιο σημαντικές δεξιότητες για να διατηρήσετε τη σχέση σας είναι να μάθετε να κρατάτε το στόμα σας κλειστό. Αυτό μπορεί να μοιάζει πολύ δύσκολο, ειδικά αν στην οικογένειά σας υπήρχαν πολλά άτομα με αυτή τη συνήθεια.
14. Είναι απαραίτητο να εκφράζετε την ευγνωμοσύνη σας.
Η ευγνωμοσύνη είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που μπορείτε να κάνετε στον εαυτό σας και τη σχέση σας. Κρατήστε ένα ημερολόγιο ευγνωμοσύνης στο οποίο θα καταγράφετε απλόχερα την ευγνωμοσύνη σας. Αυτό θα σας βοηθήσει να θυμάστε πάντοτε αυτές τις στιγμές, διατηρώντας παράλληλα ανοιχτά την καρδιά και το μυαλό σας.
15. Μερικές φορές θα πέσετε για ύπνο θυμωμένοι.
Αντίθετα με τις δημοφιλείς συμβουλές που δίνονται συνήθως στους γάμους, σίγουρα θα αφήσετε κάποια προβλήματα άλυτα πριν πάτε για ύπνο. Αυτό δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας, οι συγκρούσεις αποτελούν μια φυσιολογική και υγιή έκφραση κάθε στενής σχέσης. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς θα τα ξαναβρείτε με τον σύντροφό σας και τι μπορείτε να μάθετε από τις συγκρούσεις εξετάζοντάς τις υπό το πρίσμα της λογικής.
16. Η επίλυση των συγκρούσεων απαιτεί τον δικό της τρόπο αντιμετώπισης.
Η πιο σημαντική ικανότητα που μπορείτε να αποκτήσετε είναι να απομακρύνεστε ακριβώς τη στιγμή που κάποιος από εσάς έχει αρχίσει να εκνευρίζεται. Οι συγκρούσεις δεν είναι ποτέ αυτό που νομίζετε κι όταν αντιδράτε στα συναισθήματά σας αντί να αποκρίνεστε σε αυτά είναι πολύ πιθανό να πολλαπλασιαστούν και τελικά να καταλήξετε σε καβγά.
17. Δεν πειράζει αν μερικές φορές νιώθετε ότι βαριέστε ή ότι είστε αδιάφοροι και αναποφάσιστοι.
Δεν μπορείτε πάντα να υπερνικήσετε τα αισθήματα του πάθους και της ευχαρίστησης, αλλά αυτό είναι κάτι φυσιολογικό.
18. Δεν πειράζει αν δεν σας λείπει ο σύντροφός σας όταν βρίσκεται μακριά.
Στην πραγματικότητα, η απόλαυση της μοναξιάς αποτελεί σημάδι υγείας, αφού δεν είστε δύο μισά που ενώνονται για να δημιουργήσουν ένα σύνολο, αλλά δύο σύνολα που δημιουργούν ένα τρίτο σύνολο, αυτό της σχέσης σας.
19. Δεν πειράζει να φαντάζεστε πώς θα ήταν η ζωή σας με κάποιον άλλο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι έχετε επιλέξει τον λάθος σύντροφο.
20. Δεν υπάρχει «σωστό» ή «λάθος». Υπάρχει μόνο μάθηση. Αν μπορέσετε να υιοθετήσετε μια νοοτροπία μάθησης αντί για κάποια που κατηγοριοποιεί τη ζωή και τις επιλογές σας σε σωστό / λάθος ή καλό / κακό, τα πάντα θα αλλάξουν μέσα σας.
I start from the supposition that the world is topsy-turvy, that things are all wrong, that the wrong people are in jail and the wrong people are out of jail, that the wrong people are in power and the wrong people are out of power, that the wealth is distributed in this country and the world in such a way as not simply to require small reform but to require a drastic reallocation of wealth. I start from the supposition that we don’t have to say too much about this because all we have to do is think about the state of the world today and realize that things are all upside down. Daniel Berrigan is in jail-A Catholic priest, a poet who opposes the war-and J. Edgar Hoover is free, you see. David Dellinger, who has opposed war ever since he was this high and who has used all of his energy and passion against it, is in danger of going to jail. The men who are responsible for the My Lai massacre are not on trial; they are in Washington serving various functions, primary and subordinate, that have to do with the unleashing of massacres, which surprise them when they occur. At Kent State University four students were killed by the National Guard and students were indicted. In every city in this country, when demonstrations take place, the protesters, whether they have demonstrated or not, whatever they have done, are assaulted and clubbed by police, and then they are arrested for assaulting a police officer. Now, I have been studying very closely what happens every day in the courts in Boston, Massachusetts. You would be astounded-maybe you wouldn’t, maybe you have been around, maybe you have lived, maybe you have thought, maybe you have been hit-at how the daily rounds of injustice make their way through this marvelous thing that we call due process. Well, that is my premise. All you have to do is read the Soledad letters of George Jackson, who was sentenced to one year to life, of which he spent ten years, for a seventy-dollar robbery of a filling station. And then there is the U.S. Senator who is alleged to keep 185,000 dollars a year, or something like that, on the oil depletion allowance. One is theft; the other is legislation. something is wrong, something is terribly wrong when we ship 10,000 bombs full of nerve gas across the country, and drop them in somebody else’s swimming pool so as not to trouble our own. So you lose your perspective after a while. If you don’t think, if you just listen to TV and read scholarly things, you actually begin to think that things are not so bad, or that just little things are wrong. But you have to get a little detached, and then come back and look at the world, and you are horrified. So we have to start from that supposition-that things are really topsy-turvy. And our topic is topsy-turvy: civil disobedience. As soon as you say the topic is civil disobedience, you are saying our problem is civil disobedience. That is not our problem…. Our problem is civil obedience. Our problem is the numbers of people all over the world who have obeyed the dictates of the leaders of their government and have gone to war, and millions have been killed because of this obedience. And our problem is that scene in All Quiet on the Western Front where the schoolboys march off dutifully in a line to war. Our problem is that people are obedient all over the world, in the face of poverty and starvation and stupidity, and war and cruelty. Our problem is that people are obedient while the jails are full of petty thieves, and all the while the grand thieves are running the country. That’s our problem. We recognize this for Nazi Germany. We know that the problem there was obedience, that the people obeyed Hitler. People obeyed; that was wrong. They should have challenged, and they should have resisted; and if we were only there, we would have showed them. Even in Stalin’s Russia we can understand that; people are obedient, all these herdlike people. But America is different. That is what we’ve all been brought up on. From the time we are this high and I still hear it resounding in Mr. Frankel’s statement-you tick off, one, two, three, four, five lovely things .~ about America that we don’t want disturbed very much. But if we have learned anything in the past ten years, it is that these lovely things about America were never lovely. We have been expansionist and aggressive and mean to other people from the beginning. And we’ve been aggressive and mean to people in this country, and we’ve allocated the wealth of this country in a very unjust way. We’ve never had justice in the courts for the poor people, for black people, for radicals. Now how can we boast that America is a very special place? It is not that special. It really isn’t. Well, that is our topic, that is our problem: civil obedience. Law is very important. We are talking about obedience to law-law, this marvelous invention of modern times, which we attribute to Western civilization, and which we talk about proudly. The rule of law, oh, how wonderful, all these courses in Western civilization all over the land. Remember those bad old days when people were exploited by feudalism? Everything was terrible in the Middle Ages-but now we have Western civilization, the rule of law. The rule of law has regularized and maximized the injustice that existed before the rule of law, that is what the rule of law has done. Let us start looking at the rule of law realistically, not with that metaphysical complacency with which we always examined it before. When in all the nations of the world the rule of law is the darling of the leaders and the plague of the people, we ought to begin to recognize this. We have to transcend these national boundaries in our thinking. Nixon and Brezhnev have much more in common with one another than – we have with Nixon. J. Edgar Hoover has far more in common with the head of the Soviet secret police than he has with us. It’s the international dedication to law and order that binds the leaders of all countries in a comradely bond. That’s why we are always surprised when they get together — they smile, they shake hands, they smoke cigars, they really like one another no matter what they say. It’s like the Republican and Democratic parties, who claim that it’s going to make a terrible difference if one or the other wins, yet they are all the same. Basically, it is us against them. Yossarian was right, remember, in Catch-22? He had been accused of giving aid and comfort to the enemy, which nobody should ever be accused of, and Yossarian said to his friend Clevinger: “The enemy is whoever is going to get you killed, whichever side they are on.” But that didn’t sink in, so he said to Clevinger: “Now you remember that, or one of these days you’ll be dead.” And remember? Clevinger, after a while, was dead. And we must remember that our enemies are not divided along national lines, that enemies are not just people who speak different languages and occupy different territories. Enemies are people who want to get us killed.
We are asked, “What if everyone disobeyed the law?” But a better question is, “What if everyone obeyed the law?” And the answer to that question is much easier to come by, because we have a lot of empirical evidence about what happens if everyone obeys the law, or if even most people obey the law. What happens is what has happened, what is happening. Why do people revere the law? And we all do; even I have to fight it, for it was put into my bones at an early age when I was a Cub Scout. One reason we revere the law is its ambivalence. In the modern world we deal with phrases and words that have multiple meanings, like “national security.” Oh, yes, we must do this for national security! Well, what does that mean? Whose national security? Where? When? Why? We don’t bother to answer those questions, or even to ask them. The law conceals many things. The law is the Bill of Rights. ;’~ fact, that is what we think of when we develop our reverence for the law. The law is something that protects us; the law is our right-the law is the Constitution. Bill of Rights Day, essay contests sponsored by the American Legion on our Bill of Rights, that is the law. And that is good. But there is another part of the law that doesn’t get ballyhooed- the legislation that has gone through month after month, year after year, from the beginning of the Republic, which allocates the resources of the country in such a way as to leave some people very rich and other people very poor, and still others scrambling like mad for what little is left. That is the law. If you go to law school you will see this. You can quantify it by counting the big, heavy law books that people carry around with them and see how many law books you count that say “Constitutional Rights” on them and how many that say “Property,” “Contracts,” “Torts,” “Corporation Law.” That is what the law is mostly about. The law is the oil depletion allowance-although we don’t have Oil Depletion Allowance Day, we don’t have essays written on behalf of the oil depletion allowance. So there are parts of the law that are publicized and played up to us-oh, this is the law, the Bill of Rights. And there are other parts of the law that just do their quiet work, and nobody says anything about them. It started way back. When the Bill of Rights was first passed, remember, in the first administration of Washington? Great thing. Bill of Rights passed! Big ballyhoo. At the same time Hamilton’s economic pro gram was passed. Nice, quiet, money to the rich-I’m simplifying it a little, but not too much. Hamilton’s economic program started it off. You can draw a straight line from Hamilton’s economic program to the oil depletion allowance to the tax write-offs for corporations. All the way through-that is the history. The Bill of Rights publicized; economic legislation unpublicized. You know the enforcement of different parts of the law is as important as the publicity attached to the different parts of the law. The Bill of Rights, is it enforced? Not very well. You’ll find that freedom of speech in constitutional law is a very difficult, ambiguous, troubled concept. Nobody really knows when you can get up and speak and when you can’t. Just check all of the Supreme Court decisions. Talk about predictability in a system-you can’t predict what will happen to you when you get up on the street corner and speak. See if you can tell the difference between the Terminiello case and the Feiner case, and see if you can figure out what is going to happen. By the way, there is one part of the law that is not very vague, and that involves the right to distribute leaflets on the street. The Supreme Court has been very clear on that. In decision after decision we are affirmed an absolute right to distribute leaflets on the street. Try it. Just go out on the street and start distributing leaflets. And a policeman comes up to you and he says, “Get out of here.” And you say, “Aha! Do you know Marsh v. Alabama, 1946?” That is the reality of the Bill of Rights. That’s the reality of the Constitution, that part of the law which is portrayed to us as a beautiful and marvelous thing. And seven years after the Bill of Rights was passed, which said that “Congress shall make no law abridging the freedom of speech,” Congress made a law abridging the freedom of speech. Remember? The Sedition Act of 1798. So the Bill of Rights was not enforced. Hamilton’s program was enforced, because when the whisky farmers went out and rebelled you remember, in 1794 in Pennsylvania, Hamilton himself got on his horse and went out there to suppress the rebellion to make sure that the revenue tax was enforced. And you can trace the story right down to the present day, what laws are enforced, what laws are not enforced. So you have to be careful when you say, “I’m for the law, I revere the law.” What part of the law are you talking about? I’m not against all law. But I think we ought to begin to make very important distinctions about what laws do what things to what people. And there are other problems with the law. It’s a strange thing, we think that law brings order. Law doesn’t. How do we know that law does not bring order? Look around us. We live under the rules of law. Notice how much order we have? People say we have to worry about civil disobedience because it will lead to anarchy. Take a look at the present world in which the rule of law obtains. This is the closest to what is called anarchy in the popular mind-confusion, chaos, international banditry. The only order that is really worth anything does not come through the enforcement … of law, it comes through the establishment of a society which is just and in which harmonious relationships are established and in which you need a minimum of regulation to create decent sets of arrangements among people. But the order based on law and on the force of law is the order of the totalitarian state, and it inevitably leads either to total injustice or to rebel lion-eventually, in other words, to very great disorder. We all grow up with the notion that the law is holy. They asked Daniel Berrigan’s mother what she thought of her son’s breaking the law. He burned draft records-one of the most violent acts of this century- to protest the war, for which he was sentenced to prison, as criminals should be. They asked his mother who is in her eighties, what she thought of her son’s breaking the law. And she looked straight into the interviewer’s face, and she said, “It’s not God’s law.” Now we forget that. There is nothing sacred about the law. Think of who makes laws. The law is not made by God, it is made by Strom Thurmond. If you nave any notion about the sanctity and loveliness and reverence for the law, look at the legislators around the country who make the laws. Sit in on the sessions of the state legislatures. Sit in on Congress, for these are the people who make the laws which we are then supposed to revere. All of this is done with such propriety as to fool us. This is the problem. In the old days, things were confused; you didn’t know. Now you know. It is all down there in the books. Now we go through due process. Now the same things happen as happened before, except that we’ve gone through the right procedures. In Boston a policeman walked into a hospital ward and fired five times at a black man who had snapped a towel at his arm-and killed him. A hearing was held. The judge decided that the policeman was justified because if he didn’t do it, he would lose the respect of his fellow officers. Well, that is what is known as due process-that is, the guy didn’t get away with it. We went through the proper procedures, and everything was set up. The decorum, the propriety of the law fools us. The nation then, was founded on disrespect for the law, and then came the Constitution and the notion of stability which Madison and Hamilton liked. But then we found in certain crucial times in our history that the legal framework did not suffice, and in order to end slavery we had to go outside the legal framework, as we had to do at the time of the American Revolution or the Civil War. The union had to go outside the legal framework in order to establish certain rights in the 1930s. And in this time, which may be more critical than the Revolution or the Civil War, the problems are so horrendous as to require us to go outside the legal framework in order to make a statement, to resist, to begin to establish the kind of institutions and relationships which a decent society should have. No, not just tearing things down; building things up. But even if you build things up that you are not supposed to build up-you try to build up a people’s park, that’s not tearing down a system; you are building something up, but you are doing it illegally-the militia comes in and drives you out. That is the form that civil disobedience is going to take more and more, people trying to build a new society in the midst of the old. But what about voting and elections? Civil disobedience-we don’t need that much of it, we are told, because we can go through the electoral system. And by now we should have learned, but maybe we haven’t, for we grew up with the notion that the voting booth is a sacred place, almost like a confessional. You walk into the voting booth and you come out and they snap your picture and then put it in the papers with a beatific smile on your face. You’ve just voted; that is democracy. But if you even read what the political scientists say-although who can?-about the voting process, you find that the voting process is a sham. Totalitarian states love voting. You get people to the polls and they register their approval. I know there is a difference-they have one party and we have two parties. We have one more party than they have, you see. What we are trying to do, I assume, is really to get back to the principles and aims and spirit of the Declaration of Independence. This spirit is resistance to illegitimate authority and to forces that deprive people of their life and liberty and right to pursue happiness, and therefore under these conditions, it urges the right to alter or abolish their current form of government-and the stress had been on abolish. But to establish the principles of the Declaration of Independence, we are going to need to go outside the law, to stop obeying the laws that demand killing or that allocate wealth the way it has been done, or that put people in jail for petty technical offenses and keep other people out of jail for enormous crimes. My hope is that this kind of spirit will take place not just in this country but in other countries because they all need it. People in all countries need the spirit of disobedience to the state, which is not a metaphysical thing but a thing of force and wealth. And we need a kind of declaration of interdependence among people in all countries of the world who are striving for the same thing.
from Howard Zinn’ speech “The problem is Civil Obedience”
Επειδή δεν ζούμε σε απόλυτα ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες, αλλά σε ένα ευμετάβλητο, ασταθές περιβάλλον, η διαδικασία λήψης των αποφάσεών μας είναι, εν πολλοίς, αυθαίρετη. Αναλύουμε τα δεδομένα, ζυγίζουμε τις ποικίλες (συχνά αντικρουόμενες) εναλλακτικές, υπολογίζουμε όσο μπορούμε τα υπέρ και τα κατά, αλλά στο τέλος αποφασίζουμε χωρίς καμία ή με ελάχιστη βεβαιότητα.
Ένας τρόπος να απαλλαγούμε από όλη αυτή την άβολη αβεβαιότητα είναι να αποφασίσουμε ότι δεν θα αποφασίσουμε και να ησυχάσουμε.
Δεν παίρνουμε λοιπόν αποφάσεις ή τις αναβάλλουμε επ’ άπειρον και στο ενδιάμεσο στάδιο αναλωνόμαστε σε ατελείωτες σκέψεις σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Κάνουμε ατέρμονες αναλύσεις επί αναλύσεων και στην κυριολεξία διακόπτουμε τη ροή της ζωής για να επιδοθούμε σε σκέψεις για τη ζωή. Σχεδιάζουμε το πώς θα ζήσουμε δηλαδή, αλλά ποτέ δεν αποφασίζουμε να ζήσουμε. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας, ευκαιρίες θα χαθούν, άνθρωποι θα βαρεθούν, χρόνια θα περνούν, αλλά αυτό είναι ένα τίμημα που είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε….
Η αναβολή και η εκλογίκευση παίζουν τεράστιο ρόλο σε αυτό το παιχνίδι αποφυγής, είναι οι πολυτιμότεροι σύμμαχοι στις μανούβρες που κάνουμε: «θα το έκανα φυσικά αλλά υπάρχει αυτό και το άλλο κόλλημα και εξάλλου πρέπει να γίνει αυτό και αυτό πρώτα», «δεν είναι ότι δεν μπορώ να αποφασίσω, απλώς συμβαίνει αυτό και αυτό, χώρια που αν συμβεί αυτό μετά θα συμβεί το άλλο» και ούτω καθ’ εξής.
Κάνουμε και την άλλη πονηριά: μεταθέτουμε την ευθύνη της λήψης αποφάσεων για τον εαυτό μας σε κάποιον άλλον. Ας πούμε, όταν δεν είμαστε σίγουροι αν θέλουμε να χωρίσουμε ή όχι, αφήνουμε τον σύντροφό μας να αποφασίσει και για τους δύο. Εμείς απλώς συναινούμε σε ό,τι αποφασίσει εκείνος, νιώθοντας άνετοι και ανάλαφροι σαν πουλάκια καθώς δεν μας βαραίνει η ευθύνη καμίας επιλογής.
Το παράξενο είναι ότι, συχνά, ενώ ξέρουμε τι θέλουμε και το αποφασίζουμε μέσα μας, αντιμετωπίζουμε τεράστια δυσκολία να εξωτερικεύσουμε και να κάνουμε πράξη την απόφασή μας. Τη γυροφέρνουμε στο κεφάλι μας αδυνατώντας να την ολοκληρώσουμε επειδή το πέρασμα στη πράξη είναι αυτό που τρέμουμε περισσότερο. Επειδή η ανυπέρβλητη δυσκολία, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι το αποφασίζειν αλλά το πράττειν…
Πίσω από τη δυσκολία λήψης αποφάσεων, ενδεχομένως να κρύβεται μια τελειομανία, μία ανάγκη να παρθεί η «τέλεια απόφαση». Εκείνη που όλοι θα επιβραβεύσουν, που θα μας οδηγήσει σε σίγουρη επιτυχία, που θα επιφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα χωρίς αρνητικές επιπτώσεις, εκείνη που θα αποδείξει σε εμάς και σε όλους πόσο έξυπνοι και ικανοί είμαστε.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι αρνούμαστε την έννοια της αλλαγής. Αφελώς πιστεύουμε ότι κάθε απόφασή μας θα διαρκέσει για πάντα, ότι θα χαραχτεί στην πέτρα αιωνίως και δεν θα υπάρχει γυρισμός. Από την άλλη αρνούμαστε να αναλάβουμε το αναπόφευκτο ρίσκο που ενέχει η λήψη αποφάσεων. Διστάζουμε να σηκώσουμε το βάρος της απόφασής μας ομολογώντας «ναι, καλό ή κακό, αυτό ακριβώς είναι που διάλεξα».
Χώρια που είμαστε και λίγο συμφεροντολόγοι. Από το να διακινδυνεύσουμε στο άγνωστο, επιλέγουμε να κάτσουμε στ’ αυγά μας. Είναι η γνωστή στάση του «κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι» και του «που να τρέχω τώρα, ας μείνω σ’ αυτά που ξέρω». Ενεργώντας έτσι δεν κερδίζουμε τίποτα βεβαίως, αλλά τουλάχιστον δεν χάνουμε και αυτά που έχουμε.
Δεν θέλει πολύ μυαλό να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από όλους αυτούς τους επιμέρους φόβους. Πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα ο φόβος για το θάνατο. Αντί να αποδεχτούμε το ανυπέρβλητο δεδομένο του θανάτου, υιοθετούμε την παράλογη, μεταφυσική λογική του «αν δεν επιλέξω τίποτα, αν δηλαδή αποφύγω να ζήσω, μάλλον δεν κινδυνεύω να πεθάνω, αφού εξ ορισμού ζω σημαίνει οπωσδήποτε θα πεθάνω». Εάν μείνουμε στην απέξω ακινητοποιημένοι στο χρόνο, ο θάνατος μπορεί να ξεγελαστεί και να μας ξεχάσει. Άχρονοι και μη πραγματικοί μεν, αθάνατοι δε.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΖΩΗ
Το δεδομένο είναι ένα: η αναποφασιστικότητα οδηγεί στην απραξία, στον εν ζωή θάνατο, αφού χωρίς πράξη και χωρίς ενέργεια στερώ από τον εαυτό μου τις εμπειρίες, τις πληροφορίες, τα δεδομένα που χρησιμεύουν ως πηγές εξέλιξης, σύνδεσης και ωρίμανσης.
Αντί να μηρυκάζουμε τα ίδια και τα ίδια όντας αναβλητικοί, ανίκανοι για πρωτοβουλίες και καθόλου αυθόρμητοι, ας αποδεχτούμε, επιτέλους, ότι δεν υπάρχει τρόπος να είμαστε 100% σίγουροι γι’ αυτό που θέλουμε, ούτε θα θέλουμε ποτέ μόνο ένα πράγμα, ούτε θα το θέλουμε για πάντα. Ας αποδεχτούμε ακόμα αυτό που ήδη ξέρουμε: ότι δεν υπάρχουν «σωστές» και «λάθος» αποφάσεις. Ότι, σε τελική ανάλυση, ακόμα και αν κάνουμε «λάθος» επιλογή, μπορούμε να την τροποποιήσουμε αργότερα βγαίνοντας επιπλέον ωριμότεροι και πλουσιότεροι από την εμπειρία.
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι είμαστε (σχετικά…) ελεύθεροι και ότι πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε χρήση αυτής της ελευθερίας. Άσχετα από τις αποφάσεις που θα πάρουμε και τις επιλογές που θα κάνουμε, έχει αξία η ίδια η χρήση της ελευθερίας μας. Έχει αξία, εμείς να διαλέξουμε και κανένας άλλος – να πούμε «ναι» σε κάτι, λέγοντας συγχρόνως και αναπόφευκτα «όχι» σε κάτι άλλο.
Εξάλλου πόσο έλεγχο νομίζουμε ότι έχουμε πάνω στα πράγματα; Γιατί πιστεύουμε, αφελώς, ότι η δική μας απόφαση θα κάνει τεράστια διαφορά; Αυτά που αποφασίζουμε είναι ένα μικρό μόνο τμήμα ενός πολυποίκιλου μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος που ασφαλώς επηρεάζεται από τις αποφάσεις μας, αλλά δεν καθορίζεται από αυτές.
Φυσικά απαιτείται κάποιου επιπέδου ωριμότητα. Η συνειδητοποίηση και αποδοχή ότι δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Η σοφία να καταλάβουμε ότι αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο πιάτο νούμερο 1 και στο πιάτο νούμερο 2, οποιαδήποτε επιλογή από τις δύο είναι προτιμότερη από το να πεθάνω της πείνας…
Μην ξεγελιόμαστε ότι όντας αναποφάσιστοι δεν παίρνουμε αποφάσεις. Η ίδια η αναποφασιστικότητά μας είναι μια απόφαση – η απόφαση να μην αποφασίσουμε. Και όπως για κάθε απόφαση, έτσι και γι’ αυτή, χρειάζεται να αναλάβουμε την ευθύνη της – δεν γλυτώνουμε ποτέ από αυτό. Επίσης, δεν πρέπει να βαυκαλιζόμαστε ότι αρκεί να αποφασίσουμε μία φορά και δεν θα χρειαστεί να αποφασίσουμε ποτέ ξανά. Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα. Η κάθε απόφαση μεταβάλλει τις καταστάσεις, οι νέες καταστάσεις ζητούν νέες αποφάσεις και έτσι πάει η ιστορία.
Το κλισέ ότι «στο τέλος μετανιώνουμε κυρίως για όσα δεν κάναμε παρά για όσα κάναμε» είναι σωστό. Έτσι κι αλλιώς οι ενδεχόμενες συνέπειες που φαντασιωνόμαστε τις περισσότερες φορές δεν επαληθεύονται. Τα κακά που φοβόμαστε ότι θα επιφέρει μια κακή απόφαση συνήθως δεν αποδεικνύονται τόσο κακά και τα καλά που αναμένουμε λόγω μιας καλής απόφασης επίσης δεν αποδεικνύονται τόσο καλά. Για να ολοκληρώνουμε: αυτό που επιλέγουμε σήμερα δεν γνωρίζουμε τι συνέπειες θα έχει αύριο και, κυρίως, δεν έχουμε τρόπο να ξέρουμε αν θα ικανοποιεί τον μελλοντικό μας εαυτό.
Συμπερασμα
Αφού συμφωνήσαμε ότι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τις αποφάσεις και ότι το δυσκολότερο σημείο της διαδικασίας είναι το πέρασμα στην πράξη, τι απομένει;
Ένα μόνο: Να διακινδυνεύσουμε να πάρουμε τις αποφάσεις που χρειαζόμαστε και να αναλάβουμε με γενναιότητα την ευθύνη των συνεπειών τους. Με άλλα λόγια, να αποφασίσουμε να ζήσουμε και να αποδεχτούμε ότι κάποια στιγμή η ζωή θα τελειώσει.
Ας πάρουμε απόφαση κι αυτό: δεν υπάρχει τρόπος να κερδίσουμε πολλά στη ζωή ποντάροντας λίγα. Ή θα αρνηθούμε την ελευθερία μας μένοντας βολεμένοι και φυτοζωώντας ή θα ξεβολευτούμε, θα ρισκάρουμε και… θα δούμε τι θα γίνει…
Άρα λοιπόν: αναλαμβάνουμε δράση, αν το θεωρούμε απαραίτητο σκεφτόμαστε και αναλύουμε προηγουμένως, στρίβουμε κι ένα νόμισμα αν χρειαστεί, αλλά παίρνουμε, επιτέλους, μια απόφαση. Μια οποιαδήποτε απόφαση, αρκεί το πράγμα να αρχίσει να τσουλάει.
Η άλλη εναλλακτική είναι γνωστή: Θα το κανω αυριο. Αύριο, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ.
– Η Νορβηγοί ειναι ξενοφοβικοι όχι προς όλους, προς τους μη βορειους λαους κυρίως. λογικό και όχι κατακριτέο μέχρι ένα βαθμό. Οι ανθρωποι συνορεύουν με παγόβουνα. δεν ήταν ποτέ γεωγραφικά μέρος ένος σταυροδρομιού, όπως η Μεσόγειος που συναντιούνται και αλληλεπιδρούν επι χιλιάδες χρόνια πολλές φυλές, εθνότητες και εθνικότητες. λογικό να μην είναι τόσο εξοικειωμένοι με το μωσαϊκό της Μεσογείου. Ειναι κλειστοί και απομακροι. Επιδρά ο καιρός σίγουρα πολύ.
-Η γνωστη μπαροτσαρκα περαν του οτι κοστιζει μια περιουσια και δεν υπαρχει σημαντικη ποικιλια απο μαγαζια είναι ανύπαρκτη και ειναι αδύνατη για το μεγαλύτερο μέρος ενός ημερολογιακού έτους λογω καιρικων συνθηκων. Επισης, υπαρχει πορτα στα κλαμπ. Αυτοι τσεκαρουν αν εισαι μεθυσμενος κι αν εισαι δεν σε βαζουν μεσα. Επισης οι αντρες πρεπει να ειναι ντυμενοι με πουκαμισο, καλο παντελονι και κυριως να φορουν καλα παπουτσια. Οτιδηποτε σε αθλητικο στυλ δεν ενδεικνυται, τους απαγορευεται η εισοδος.
-Ισως ο λόγος που οι Έλληνες ζορίζονται με την Βόρεια Ευρώπη είναι ότι κατα βάθος δεν έχουν σχέση με τη κοινοβιακή κουλτούρα που πηγάζει απο αιώνες επιβίωσης σε ψυχρό και σκοτεινό κλίμα. Οταν λεμε κοινοβιακη κουλτουρα εννοουμε οτι το κρατος κανει απιστευτες κρατησεις στα εισοδηματα σου για να απολαμβανεις κοινωνικες παροχες. Στους Ελληνες ομως αρεσει το ρισκο οταν βγαινουμε απο τη χωρα, είμαστε ατομιστές και δυναμικοί. Γι’αυτό και οι Έλληνες προοδεύουν και διακρινονται κυρίως σε Αγγλοσαξωνικές καπιταλιστικές χώρες με τρανταχτό παράδειγμα τις ΗΠΑ. Εκεί που δεν υπάρχουν ούτε κοινωνικό κράτος ούτε δίχτυα προστασίας.
-Στη Νορβηγια υπαρχει μονο η μεσαια ταξη. Οι πλουσιοι ειναι πολυ λιγοι, ολοι εδω μιλουν στον ενικο μεταξυ τους απο οποιαδηποτε κοινωνικη και οικονομικη ταξη κι αν προερχονται και δεν υπαρχει μεγαλη αποκλιση στους μισθους αναμεσα στους εργατες και τους επιστημονες. Γι αυτο δεν ξεχωριζει καποιος ιδιαιτερα.
– Και οι Νορβηγοι ψαχνουν για προσφορες στα μαγαζια και να φανε οικονομικα, ας μην ξεχναμε οτι πληρωνουν δανεια οι περισσοτεροι για τα σπιτια τους αλλα οταν ταξιδευουν στο εξωτερικο ειναι αρχοντες. Τους φαινονται ολα παμφθηνα. Με λιγα λογια να μαζευουμε λεφτα για να τα ξοδευουμε και να διασκεδαζουμε εκτος χωρας.
-Τα Νορβηγικά είναι απαραίτητα ακόμη και για να πιάσεις δουλειά ως λαντζέρης. Μεχρι πριν 2 χρονια δεν ηταν απαραιτητο. Ο λογος? εχει αυξηθει το μεταναστευτικο ρευμα κατακορυφα. Εκτος κι αν εισαι μηχανικος πιστοποιημενος, κατα προτιμηση πετρελαιου οποτε τα αγγλικα σου φτανουν.
– Οι Νορβηγοί είναι γενικά απόμακροι , αλλά εάν γίνεις φίλος τους παραμένεις για πάντα.
– Αλκοολ? Περιορισμοι. Δεν μπορείς να αγοράσεις αλκοόλ από σουπερμαρκετ μετά τις 6 το απόγευμα. Κι οταν λεμε αλκοολ απο σουπερμαρκετ εννοουμε μπυρα. Κρασια, κονιακ και κλπ μονο στο vinmonopolet, τις κρατικες καβες οπως τις λεω που ειναι ανοιχτα μεχρι το μεσημερι στις 14.00 και κοστιζουν φυσικα.
-Οι Νορβηγοι θελουν να τηρεις την συμφωνια που εχεις μαζι τους (απο το πιο σημαντικο μεχρι το πιο ασημαντο) στο 100%. Εκεινοι ομως επιτρεπεται να ξεφευγουν!…
-Το Οσλο ειναι μια πόλη σχετικά μικρή, στο μέγεθος της Θεσσαλονίκης, περιτριγυρισμένη από λοφους και δαση και με μάλλον επαρχιακή αίσθηση. Δεν θυμιζει με τιποτα μητροπόλεις. Στο κεντρο της πολης στη Burgata κυκλοφορουν ανενοχλητα τοξιικομανείς και κανουν το αλισβερισι τους μέσα στο κόσμο. Δημοφιλής διασκέδαση, το καραόκε. Υπαρχει και καραοκε ταξι, το εχω δει πραγματικα δεν ξερω τι εστι, ετσι κι αλλιως ουτε συζητηση για ταξι, ειναι απαγορευτικο.
– Εννοείται ότι το κάπνισμα απαγορεύεται παντού ακομα και στα σπιτια που νοικιαζεις.
– Η συγκοινωνια ειναι αρτια. Λεωφορεια, τραμ, μετρο στην ωρα τους. Οι οδηγοι των λεωφορειων ομως οδηγουν σαν καμικαζι.
– Ασχολουνται παρα πολυ με την καλη φυσικη κατασταση ειδικα η νεοτερη γενια. Θα τους δεις στα πεζοδρομια που ειναι τεραστια να τρεχουν, να κανουν κρος σκι αλλα με πατινια τωρα που δεν χιονιζει ακομα, σε λιγο με τα σκι, να κανουν ποδηλατο και συχνα να σερνουν μαζι τους ειδικο καροτσακι για τα μωρα τους. Γενικοτερα ειναι τροπος διασκεδασης οι δραστηριοτητες στη φυση.
– Oσοι εχουν παντρευτει Νορβηγο μαθαινουν δωρεαν τα νορβηγικα. Επισης οι προσφυγες δεν πληρωνουν. Οι υπολοιποι πληρωνουμε τα μαθηματα ακριβα. Αυτο εγω το λεω ρατσισμο. Το βιβλιο τους δε, μιλαει για μεταναστατες. Πως δηλαδη ζουν και προσπαθουν να προσαρμοστουν οι μεταναστες και οι προσφυγες στη Νορβηγια. Καθολου learner friendly.
– Η τηλεοραση τους ειναι σαν την ελληνικη σε παραλλαγη. Τα φιλαρακια παιζουν κι εδω σε επαναληψεις με υποτιτλους, γενικα δεν κανουν μεταγλωττιση. Επισης προβαλλεται η Μπονατσα, ενα παλιο γουεστερν του ’60, και οι διαγωνισμοι τραγουδιου εννοειται οτι υπαρχουν κι εδω. Εξαλλου η Νορβηγια ειναι κατω απο την αμερικανικη σημαια..
– H ελληνικη κοινοτητα ειναι μικρη με αυξητικες τασεις φυσικα, αλλα καθολου ενωμενη και αλληλεγγυα.
-Τον οποιο “κοσμολιτικο” αερα που εχει το Οσλο το οφειλει στους μεταναστες. Βλεπεις πολλες διαφοτερικες εθνοτητες και υπαρχει και η αναλογη ποικιλια σε εστιατορια. Ευτυχως γιατι η νορβηγικη κουζινα δεν λεει.
-Παιζει πολυ η εθελοντικη εργασια. Κι εγω για την ωρα απασχολουμαι εθελοντικα σε ενα κεντρο ηλικωμενων. Το κλιμα ειναι ευχαριστο γενικα εκει πραγματικα. Στο τμημα της κουζινας που βρισκομαι εγω η υπευθυνη ειναι απο τις Φιλιπιννες.
Ποσο καιρο εχω να γραψω στο αγαπημενο μου funnyface. Aλλαξε η ζωη μου, οι συνηθειες και ακομα δεν εχω καταφερει να αφομοιωσει τα πολλα νεα δεδομενα στη ζωη μου και θα παρει πολυ καιρο μου φαινεται.
Καταρχας πραγματοποιηθηκε μια απο πολυ καιρο πριν παρμενη αποφαση, να εγκατασταθω σε νεα χωρα τη Νορβηγια. Αυτο απο μονο του ειναι μια αλλαγη πολυ μεγαλη. Ακομα μπερδευω το νομισμα του ευρω με το τοπικο, δεν ξερω τη γλωσσα οποτε ο,τι επιγραφες διαβαζω απο οδικη σημανση μεχρι τις συσκευασιες τροφιμων χρειαζεται περισσοτερη εγκεφαλικη επεξεργασια των δεδομενων. Μπαινω στα μεσα μαζικης μεταφορας -που τι καλα ερχονται στην ωρα τους!- και ακουω συνομιλιες που δεν τις καταλαβαινω. Πολυφυλετικο ειναι το Οσλο που μενουμε, οι μισοι ειναι ξενοι απο Ασια, Αφρικη, Ευρωπη και οι αλλοι μισοι ειναι οι ντοπιοι. Το κοστος ζωης ειναι πολυ ακριβο σε σχεση με τα ελληνικα δεδομενα, αν πιασεις ομως δουλεια ακομα και την πιο χαμηλομισθη δεν θα σου φαινεται ακριβη, μας λενε, γιατι οι μισθοι ειναι 3 με 4 φορες πιο πανω απο την Ελλαδα, αρα και οι τιμες. Το φαγητο και το ποτο ειναι ακριβο, τα ρουχα ειναι σε λογικες τιμες.
Η δευτερη και πιο ουσιαστικη αλλαγη που εγινε ειναι οτι συγκατοικω για πρωτη φορα με τον ανθρωπο που πηραμε την αποφαση να φυγουμε. Εχει τα καλα του αυτο, εχει και τα περιεργα του, ειναι διαφορετικη η συμβιωση σιγουρα. Βλεπεις τις δικες σου και τις δικες του συνηθειες σε καθημερινη φαση και αναρωτιεσαι απο που ηρθε αυτο τωρα….!
Ειμαστε μαζι σε μια νεα χωρα για ενα καλυτερο μελλον. Σε μια χωρα που ο χειμωνας της κρατα πολλους μηνες και οι ανθρωποι της ειναι καπως απροσιτοι θα ελεγα. Και γι’ αυτο το σκαιπ ειναι καλη παρεα, ειδικα αν μιλαμε με την οικογενεια μας, η τους καλους φιλους που εχουν σκορπισει καποιοι απο αυτους σε διαφορα μερη του πλανητη.
Παντως η αληθεια για μενα, ειναι οτι βλεπεις πιο μεγεθυμενα τα θεματα που εχεις ως ανθρωπος. Και η προκληση ειναι το πως τα αντιμετωπιζεις τωρα. Στην ζωνη της βολικοτητας σου πισω στην πατριδα τα εβλεπες λιγοτερο καθαρα.
Αυτο που μου λειπει δεν ειναι η Αθηνα με τις πορειες, τις κλουβες, τα μποτιλιαρισματα, την κλαψα.. Μου λειπει αυτο το αυθορμητο να παμε για καφε, να μαζευτουμε στου ταδε, τα μεζεδοπωλεια με τα τσιπουρα και τις ρακες, ο Ανασας μια ταβερνα στη μεση του πουθενα στα βουνα της Πινδου.
Ακόμα συχνότερα απαντάμε στον εαυτο μας: «Νομίζω πως…».
Τα «θέλω» μας διφορούμενα, ασθενικά, έως ανύπαρκτα.
Μια ζωή γεμάτη επιλογές που βασίζονται σε άβουλα κι ατροφικά «νομίζω…».
Μια ζωή πλήρης από πληγές διστακτικών «θέλω»..
Αναρωτιομαστε σαν το φίδι που κυνηγάει μάταια την ουρά του,:
«γιατί δεν καρποφόρησαν οι επιλογές μου στην καριέρα, στον γάμο μου, στην ζωή μου;…».
Μηπως γιατι δεν το θελαμε αρκετά?
Γιατί, ό,τι επιλεγουμε να πραγματοποιήσουμε δεν ταυτιζεται μ’ αυτό που πολύ θελαμε
Γιατί δεν μαθαμε να θέλουμε
Γιατί μαθαμε πιο πολύ το «πρέπει» και το «φοβάμαι» από το «θέλω» μας.
Γιατί καναμε το μέτριο «νομίζω» , «θέλω» σου με το στανιό, άπνοα κι ανέμπνευστα.
Κι αν βιαστουμε να πουμε πως: «δεν ήμουν, ούτε είμαι ελεύθερος να επιλέξω γιατί γεννήθηκα σε ένα σπίτι με γονείς που δεν ήθελαν αρκετά, και φοβόντουσαν πολύ τα δικά τους θέλω», τοτε αυτό που τώρα λεμε είναι μια δικαιολογία που ελεύθερα επιλεγουμες να προβάλουμε για να κλείσουμε το στόμα της φωνής μας που πρόθυμα, αν την άφηναμε, θα μας καλούσε να αλλάξουμε ρότα.
Όσο κι αν ανελεύθερα μεγάλωσες, ήσουν, είσαι και θα σαι πάντα ελεύθερος να αποφασίζεις να βούλεσαι ελεύθερα, ή να επιλέγεις ως τρόπο ζωής σου την ανελευθερία.
Όσο ζεις, είσαι ελεύθερος να αλλάζεις.
Από «βολικός» να γίνεσαι ευθύβολος.
Από λίγος να γίνεσαι πολύς.
Από μέτριος, θερμός.
Το ποτήρι της βούλησής μας χρειάζεται να γεμίσει, να ξεχειλίσει από το «θέλω» σου για να ποτίσει με τους χυμούς της ψυχής μας τον σπόρο του ονείρου μας.
Κι αυτό, από βλαστάρι να γίνει δέντρο, ν’ ανθίσει να σε σηκώσει στα κλαδιά του, για ν’ αγναντέψεις, πιο ψηλός, από κει τον ήλιο καθώς εκείνος ανατέλλει…
Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη. Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…
Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι, θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.
Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω τον. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’ αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει… Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.
Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ ανέβει να ψάξει γι’ αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη, πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;
Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.
Όμως, τι να κάνει;
Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Ξαφνικά… ακούει μια φωνή από μέσα τον που τον λέει «λύσου!» Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής τον σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση… ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει «λύσου, λύσου!»
Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του. Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμη πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει «λύσου!…
“Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος… λύσου”
Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα τον πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα για να σωθεί.
Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή τον κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος.
Λέω, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος.
Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε.
Να αφήνεις πίσω τα πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση.
Όλοι έχουμε αυτήν την τάση να δενόμαστε σφιχτά με ιδέες, πρόσωπα και καταστάσεις. Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς, γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει. Πιστεύουμε στο «γνώριμο κακό», όπως λέει ένα γνωστό γνωμικό.
Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται, σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.»
Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατος, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται, σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Friedrich Schiller University Jena και δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «Pain», οι λέξεις που αναφέρονται στον πόνο έχουν από μόνες τους την ικανότητα να προκαλέσουν την αίσθηση του πόνου, αφού όπως αποδείχθηκε, ο εγκέφαλος αντιδρά στις λέξεις έτσι όπως αντιδρά και στον σωματικό πόνο.
Για παράδειγμα, όταν ο γιατρός πριν την ένεση μας λέει «αυτό θα πονέσει λίγο», πριν ακουμπήσει καλά-καλά η βελόνα το δέρμα μας έχουμε νιώσει τον πόνο του τρυπήματος, σύμφωνα με τον ερευνητή dr. Thomas Weiss. Με το που ακούμε λέξεις όπως «βασανίζω», «εξαντλώ», «μαστίζει» ενεργοποιούνται οι περιοχές εκείνες του εγκεφάλου οι που εκκινούν την διαδικασία ανταπόκρισης του οργανισμού στα ερεθίσματα αυτά.
Κατά την έρευνα, 16 υγιή άτομα πέρασαν από λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο την ώρα που επεξεργάζονταν λέξεις που αναφέρονται στον πόνο, καθώς και άλλες λέξεις αρνητικά φορτισμένες όπως «αηδιαστικός» ή «βρώμικος». Σκοπός της έρευνας αυτής, σύμφωνα με τον Thomas Weiss ήταν να εξακριβωθεί ποια είναι τα κέντρα επεξεργασίας του πόνου στον εγκέφαλο. Μάλιστα, τα ευρήματα της μελέτης αναμένεται να φανούν ιδιαιτέρως χρήσιμα κατά την θεραπεία ασθενών με διαταραχές χρόνιου πόνου. Η δύναμη του Ναι και του Όχι
H λέξη “όχι” μπορεί να κάνει ζημιά στον εγκέφαλο και του ομιλητή αλλά και του ακροατή, καθώς το άκουσμα της λέξης έχει σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση δεκάδων ορμονών που παράγουν το στρες καθώς επίσης και νευροπομπών. Αυτές οι χημικές ουσίες παρενοχλούν άμεσα την κανονική λειτουργία του εγκεφάλου, καταστρέφοντας τη λογική, την αιτία, τη διαδικασία άρθρωσης της γλώσσας και την επικοινωνία. Στην πραγματικότητα, η απλή ματιά σε μια λίστα από αρνητικές λέξεις για μερικά δευτερόλεπτα, μπορεί να κάνει ένα άτομο που υποφέρει από υψηλό στρες ή κατάθλιψη να αισθανθεί ακόμα χειρότερα, και όσο πιο πολύ τις συλλογίζεται τόσες περισσότερες πιθανότητες έχει να καταστρέψει εκείνες τις υποδομές που ρυθμίζουν την μνήμη, τις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Οι λέξεις που εμπνέουν φόβο –όπως η φτώχεια, η αρρώστια και ο θάνατος –επίσης οδηγούν τον εγκέφαλο σε αρνητικές πτυχές. Ακόμα και αν αυτές οι σκέψεις που προκαλούν φόβο δεν είναι αληθινές, κάποια άλλα μέρη του εγκεφάλου (όπως είναι η αμυγδάλα) αντιδρούν σε αυτές τις τρομακτικές φαντασίες καθώς σκέφτονται ότι είναι πραγματικές απειλές που συμβαίνουν στον έξω κόσμο. Περιέργως, φαινόμαστε καλωδιωμένοι να ανησυχούμε, ίσως εξαιτίας της μνήμης μας σε παλιά περιστατικά φόβου όπου στους αρχαίους χρόνους οι απειλές ήταν αμέτρητες για την επιβίωση των ανθρώπων.
Η Barbara Fredrickson, ένα από τα ιδρυτικά μέλη του κέντρου Θετικής Ψυχολογίας, ανακάλυψε πως πρέπει να παράγουμε τουλάχιστον τρεις θετικές σκέψεις και αισθήματα για κάθε μορφή αρνητικού συναισθήματος. Αν εκφράσεις λιγότερο από τρία, πιθανότατα να αποτύχεις σε ότι έχει να κάνει με προσωπικές ή επαγγελματικές σχέσεις. Αν θες να κάνεις τις προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις να ανθίσουν, πρέπει να κάνεις τουλάχιστον πέντε θετικές σκέψεις για κάποιο αρνητικό συναίσθημα. Για παράδειγμα οι εκφράσεις ‘’είμαι απογοητευμένος’’ ή ‘’αυτό δεν έγινε όπως ήλπιζα’’ αποτελούν μέρος του αρνητισμού, όπως και το συνοφρύωμα ή το νεύμα του κεφαλιού.
Οι θετικές λέξεις και σκέψεις ωθούν τα κέντρα κίνησης του εγκεφάλου να δράσουν και μπορούν να μας βοηθήσουν να αναπτύξουμε ένα αίσθημα ευθυμίας όταν αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα της ζωής. Σύμφωνα με την Sonja Lyubomirsky, μια από τις κύριες ερευνήτριες της ευτυχίας παγκοσμίως, αν επιθυμείς να αποκτήσεις ισόβια ικανοποίηση πρέπει να εντρυφήσεις στις θετικές σκέψεις για τον εαυτό σου, να μοιράζεσαι τις όμορφες στιγμές με τους άλλους και να γεύεσαι κάθε θετική εμπειρία στη ζωή σου.
Η συμβουλή μας: διάλεξε σοφές θετικές λέξεις και να τις απαγγέλεις απαλά και σιγανά. Αυτό θα σε βοηθήσει να εμποδίσεις το μέρος εκείνο του εγκεφάλου σου που σκέφτεται αρνητικά, και καθώς πρόσφατη έρευνα έχει δείξει πως η συνεχής επανάληψη των θετικών λέξεων, όπως είναι η αγάπη, η ειρήνη και η συμπόνια θα επαναφέρουν αυτά τα γονίδια που μειώνουν το φυσικό και συναισθηματικό στρες. Θα αισθάνεσαι καλύτερα, θα ζεις περισσότερο και θα αναπτύξεις μια βαθύτερη σχέση με τους άλλους που θα βασίζεται στην εμπιστοσύνη, τόσο στο σπίτι όσο και στο χώρο εργασίας.
Όπως οι ερευνητές επισημαίνουν, αν αναφέρεις έστω και πέντε θετικές σκέψεις για κάθε αρνητικό συναίσθημα θα σε βοηθήσει να βιώσεις μια ‘’άριστη ποικιλία της ανθρώπινης λειτουργίας’’. Αυτή είναι η δύναμη του ‘’ΝΑΙ’’.
Ας αρχίσω με την αυθαίρετη παραδοχή ότι η αλήθεια είναι μόνο μία.Και ας ξεκινήσω με το κοινωνικό κριτήριο της αλήθειας,δηλαδή “πίστευε,αυτό που πιστεύουν οι πολλοί”.Αμέσως δημιουργείται ένα κενό στην αρχική διαπίστωση,και μια έντονη αμφιβολία για την ορθότητα της αρχικής και για πολλούς αδιαπραγμάτευτης αυτής παραδοχής,πως δηλαδή η αλήθεια είναι μόνο μία,απλά διαβάζοντας κανείς την εκδοχή της κοινωνικής αλήθειας. Η διαμάχη για την αλήθεια,έχει αφήσει πολλά θύματα σε αυτό τον κόσμο.
Όλα γίνονται και όλα διαδραματίζονται προς χάρην της αλήθειας που πρέπει να επιβληθεί.Είτε το σκηνικό εκτυλίσσεται σε κοινωνικό επίπεδο,είτε σε οικογενειακό.Όλοι παλεύουν με όλους για να υπερισχύσει η δική τους αλήθεια.Ο καθένας έχει τα δικά του κριτήρια και τα δικά του επιχειρήματα,στην αιώνια αυτή μάχη. Άλλος χρησιμοποιεί σαν κριτήριο,την κοινωνική αλήθεια.Αφού με άλλα λόγια,αυτό είναι που πιστεύουν οι πολλοί,τότε αυτή είναι η αλήθεια.Και οποιοσδήποτε παρεκλίνει από αυτή την αλήθεια,έχει λάθος πριν κάν αρθρώσει λέξη.Αλλά να δώσω εδώ και μία άλλη οπτική γωνία.Η εξέλιξη του κόσμου και η ανακάλυψη του καινούργιου,βασίστηκε ακριβώς στους ανθρώπους εκείνους,οι οποίοι δε συμβιβάστηκαν με την κοινώς αποδεκτή αλήθεια,αλλά βρήκαν μια άλλη αλήθεια,καλά κρυμένη πίσω από κοινωνικές επιταγές και προκαταλήψεις.Και η αλήθεια αυτή ήταν τόσο δυνατή και καταλυτική,που κυριάρχησε και πλέον αυτή αποτελεί την πλειοψηφία.Και όποιος της αντιτίθεται,τώρα πια,εκείνος είναι που αποτελεί τον κομιστή του ψέμματος.Τα παραδείγματα άφθονα στον κόσμο.Αν ισχυριστώ τώρα ότι η γη δεν είναι στρογγυλή αλλά επίπεδη,θα είναι ένα μεγάλο ψέμα και μία αντιπαράθεση σε μία αλήθεια καθιερωμένη.Αλλά κάποτε εγώ θα ήμουν αυτός που κατείχα την κοινά αποδεκτή αλήθεια,λέγοντας κάτι τέτοιο,και ψεύτης εκείνος που ισχυρίστηκε ότι η γη είναι στρογγυλή.
Μετά από όλα τα παραπάνω,η αρχική παραδοχή ότι η αλήθεια είναι μόνο μία,έχει αρχίσει και μπερδεύεται επικίνδυνα ίσως.Τελικά πόσες αλήθειες υπάρχουν?Και για να το μαζέψουμε σε πιο μικρή κλίμακα το όλο θέμα,ας το ανάγουμε στα μικρά σύνορα μιας σχέσης.Πόσες αλήθειες υπάρχουν μέσα σε μια σχέση?Και ποιος κατέχει την “αληθινή αλήθεια”? Γιατί αν το σκεφτεί κανείς,όλες οι διαμάχες,αυτό το θέμα έχουν σα βάση.”Εγώ κατέχω την αλήθεια κι εσύ που κάνεις λάθος πρέπει να υποταχτείς στη μόνο αλήθεια που υπάρχει..στη δική μου δηλαδή”.Και η διαμάχη συνεχίζεται επ άπειρον.Οι δυο εχθροί παλεύουν να εγκαταστήσουν στη σχέση τη δική τους αλήθεια,σαν τους πολεμιστές μιας μάχης,οι οποίοι πολεμούν και αλληλοσκοτώνονται,όχι γιατί έχουν μια πλήρη και ξεκάθαρη άποψη για το γιατί το κάνουν,αλλά γιατί κάποιοι τους έχουν πει ότι αυτή είναι η αλήθεια και αυτός ο μόνος τρόπος να την υπερασπιστούν.Και πάντα τελικά,όπως σε μια μάχη,υπάρχει ένας νικητής και ένας νικημένος.Ένας που επιβάλλει τη δική του αλήθεια και ένας άλλος που απεμπολεί τη δική του.Ο πρώτος συνεχίζει να υπάρχει πιο άνετα στη σχέση,μιας και κατάφερε να επιβάλλει τη δική του ηρεμία,αφού κατάφερε να επαναδημιουργήσει τις συνθήκες της αλήθειας του.Και ο άλλος όχι μόνο έχει απεμπολήσει τη δική του αλήθεια,αλλά πλέον τη βιώνει σαν κάτι κακό και απορριπτέο.Και βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία επαναπροσδιορισμού του εαυτού του.Γιατί εν κατακλείδει,η αλήθεια του είναι αυτός ο ίδιος.Τελικά τι είναι αυτό που πέτυχε ο πρώτος άνθρωπος της σχέσης αυτής?Επέβαλλε την αλήθεια του,ζει άνετα μέσα σε αυτήν,αλλά έχασε το δεύτερο άνθρωπο.Γιατί κατά βάθος,ο οποιοσδήποτε μας απειλεί με εξαφάνιση,ασυνείδητα γίνεται εχθρός μας.Αλλά στα πλαίσια της αίσθησης ότι η αλήθεια του δεύτερου είναι λάθος,μιας και έχει ητηθεί στη μάχη,η σχέση συνεχίζει να υφίσταται καθώς ο θυμός του δεύτερου,έχει μετασχηματιστεί σε μια πικρή παραδοχή,πως δηλαδή όλα όσα επιθυμεί να είναι,δεν είναι σωστά και αντιτίθενται στην αλήθεια που του έχει επιβληθεί.
Τελικά, ίσως ο κόσμος να ήταν εντελώς διαφορετικός, αν το μόνο που είχαμε να κάνουμε θα ήταν να φροντίζουμε ο ένας την αλήθεια του άλλου με σεβασμό και κατανόηση,και όχι να προσπαθούμε διαχρονικά να επιβάλλουμε τη δική μας αλήθεια, ως άλλοι σταυροφόροι. Και μάλιστα μιας αλήθειας την οποία φέρουμε πολλές φορές δίχως καν να είμαστε σίγουροι αν αυτή η αλήθεια είναι η δική μας.Και εδώ ίσως πει κάποιος πως αφού ούτε εμείς δεν είμαστε σίγουροι για την αλήθεια μας,γιατί να μην αποδεχτούμε την ήττα στην αλήθεια του άλλου.Η λύση είναι μόνο μία.Αφουγκράσου τον εαυτό σου.Νιώσε τη δυσφορία ή την ευφορία σου και τότε θα ξέρεις αν κουβαλάς μια αλήθεια δική σου, ή αν είσαι το αποτέλεσμα της επιβολής της αλήθειας κάποιου άλλου…